Την 1η Μαΐου γιορτάζεται η μέρα των εργατών. Είναι στην πραγματικότητα η καθιερωμένη γιορτή της εξέγερσης των εργατών του Σικάγου. Τον Μάη του 1886 τα εργατικά συνδικάτα στο Σικάγο ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας ωράριο εργασίας στις 8 ώρες και καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Έχουμε αναφερθεί διεξοδικά στην ιστορία της εργατικής πρωτομαγιάς σε παλιότερη ανάρτησή μας.
Σήμερα, με αφορμή την επέτειο της γέννησης του ποιητή Γιάννη Ρίτσου (1/5/1909) θα θυμηθούμε τα γεγονότα του Μαΐου του 1936 που ενέπνευσαν τον ποιητή να γράψει τον «Επιτάφιο».
Το 1936 έχουμε τον ξεσηκωμό των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης. Τα γεγονότα ξεκίνησαν γύρω στο Φεβρουάριο, με κατάληψη ενός εργοστασίου ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών και συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός.
Δεν υπήρχε κεντρική συγκέντρωση, αλλά μικρές συγκεντρώσεις με ομιλητές σε διάφορα μέρη της πόλης. Σε μια συγκέντρωση στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, χωροφύλακες πυροβόλησαν και σκότωσαν 7-8 εργάτες. Σ' αυτό το σημείο έχει στηθεί το μνημείο του καπνεργάτη. Με πυροβολισμούς προσπάθησαν να διαλύσουν και τις άλλες συγκεντρώσεις και συνολικά είχαμε τουλάχιστον 12 νεκρούς και 300 τραυματίες.
Ο φωτογραφικός φακός της εποχής αποτύπωσε μια μάνα να μοιρολογεί, στη μέση του δρόμου, πάνω από τον νεκρό γιο της. Ο ποιητής εμπνεύστηκε από το τραγικό γεγονός και γράφει το 1936 τον «Επιτάφιο», στον οποίον περιέχεται το ποίημα «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες».
Δύο χρόνια αργότερα, η δικτατορία του Μεταξά έκαψε αντίτυπα του βιβλίου κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ο «Επιτάφιος» όμως δεν έσβησε από τη μνήμη του ελληνικού λαού.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Ρίτσος στέλνει αντίτυπο του βιβλίου του από το Παρίσι όπου ζούσε τότε ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο συνθέτης, συγκινημένος, μελοποιεί μερικά ποιήματα το ίδιο εκείνο απόγευμα. Ο μελοποιημένος «Επιτάφιος» πρωτοκυκλοφόρησε σε δίσκο το 1960 σε δύο εκτελέσεις.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά
τα ωραία θα ‘ν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας